Γράφτηκε στις .
Κεντρικά σημεῖα τῆς διδασκαλίας του
- Ὁ Θεός εἶναι Τριαδικός, «Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιον Πνεῦμα Τριάδα ὁμοούσιος καί ἀχώριστος». Στόν Θεό ὑπάρχει τό ἐνδότατο (οὐσία), τό ἐνδότερο (ὑποστάσεις), τό ἐξώτερο (οἱ ἐνέργειες). Ἐμεῖς κοινωνοῦμε τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, ὡς κάθαρση, φωτισμό, θέωση, καί δέν μποροῦμε νά εἰσέλθουμε στό μυστήριο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅπου ὑπάρχει πλήρης ἀποφατικότητα.
- Ἡ κτίση εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καί δέν ὑπάρχει καμμία ὁμοιότητα μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ, οὔτε ἀναλογία. Τό ἄκτιστο δέν ἔχει ἀρχή, φθορά καί τέλος, ἐνῶ τό κτιστό ἔχει ἀρχή, φθορά καί τέλος. Ὁ Θεός ὅμως θέλει ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου νά εἶναι κατά Χάρη ἀθάνατη. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος φθάσει στήν θεοπτία, καταλαβαίνει ὅτι δέν ὑπάρχει καμμία ὁμοιότητα μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ.
- Ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁμοίωση Αὐτοῦ, δηλαδή τοῦ Λόγου, εἶναι «εἰκών τῆς ἀρρήτου δόξης Του», καί ἔχει ὁρμή νά φθάσει στό καθ' ὁμοίωση, πού εἶναι ἡ θέωση–θεοπτία, καί δέν εἶναι πρόσωπο, ὅπως τό ἔχει καθορίσει ὁ δυτικός περσοναλισμός.
Ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ σκοτασμός τοῦ νοῦ, «πάντες γάρ ἥμαρτον καί ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. γ΄, 23). Ὁ νοῦς εἶναι ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς πού βλέπει τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, καί ἡ Χάρη–ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ διά τοῦ νοῦ μεταφέρεται σέ ὅλο τόν ἄνθρωπο καί τήν κτίση. Μέ τήν διάπραξη τῆς παραβάσεως τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ ἀμαυρώθηκε–σκοτίσθηκε ὁ νοῦς καί διαστράφηκαν οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς καί μεταφέρθηκε τό σκοτάδι σέ ὅλο τόν ἄνθρωπο καί τήν κτίση. Ὁ Θεός ἀπό ἀγάπη τοῦ φόρεσε τούς δερμάτινους χιτῶνες, πού εἶναι ἡ φθορά καί ἡ θνητότητα. Ἔτσι, οἱ «δερμάτινοι χιτῶνες» εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας καί ἔκφραση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
- Ἡ Παλαιά καί Καινή Διαθήκη περιγράφει τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στούς Προφῆτες καί Ἀποστόλους γιά νά συνάψει διαθήκη μέ τόν λαό Του καί νά τόν ὁδηγήσει ἀπό τόν σκοτασμό τοῦ νοῦ στήν κάθαρση καί τόν φωτισμό τοῦ νοῦ, καί ἀπό ἐκεῖ στήν Θεοπτία.
Ὁ Κύριος τῆς Δόξης ἀποκαλύφθηκε στούς Προφῆτες καί Δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀσάρκως, καί ὁ Ἴδιος ὡς Σεσαρκωμένος Λόγος ἐμφανίζεται στούς Ἀποστόλους καί τούς Ἁγίους διά μέσου τῶν αἰώνων. Κλειδί τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Οὐκ ἄν τόν Κύριον τῆς δόξης ἐσταύρωσαν» (Α΄ Κορ. β΄, 8).
- Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ Χριστός εἶναι ἡ Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά συγχρόνως ἡ Ἐκκλησία εἶναι «κοινωνία θεώσεως». Στήν Ἐκκλησία, διά τῶν Μυστηρίων καί τῆς ἀσκήσεως, μετέχουμε τοῦ Χριστοῦ, γινόμαστε μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, διά τῆς μεθέξεως τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ.
- Ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως διατυπώθηκε σέ ὅρους στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, εἶναι ἡ ἐμπειρία τῶν θεουμένων–θεοπτῶν ἁγίων. Αὐτή ἡ θεολογία ἀποκαλύφθηκε ἀπό τόν Χριστό στούς Ἁγίους, μέσα στήν ἱστορία, γι' αὐτό ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δέν εἶναι μεταφυσική, ἀλλά μέθεξη τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, δηλαδή μέθεξη τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, συνδέεται στενά ἡ θεολογία μέ τήν ἱστορία καί τήν ἐσχατολογία. Τά ἔσχατα ἦλθαν στήν ἱστορία, τήν ὁποία μεταμόρφωσαν, καί τά ἀναμενόμενα ἔσχατα, τά ὁποῖα ζοῦν οἱ θεόπτες ἀπό τήν βιολογική τους ζωή, δέν καταργοῦν τήν ἱστορία, ἀλλά τήν μεταμορφώνουν. Οἱ βίοι τῶν ἁγίων, τά λείψανά τους, ἡ ζωή τῶν ἁγίων στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι μεταμορφωμένη ἱστορία.
- Τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας εἶναι οἱ κρουνοί διά τῶν ὁποίων δέχεται ὁ ἄνθρωπος τήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἐντάσσεται στήν Ἐκκλησία, γίνεται μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, παραμένει σέ κοινωνία μέ τόν Χριστό, καί αὐτό γίνεται μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί τή συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτή ἡ συνύπαρξη τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καί τῆς συνέργειας τοῦ ἀνθρώπου γίνεται μέ τήν κάθαρση τοῦ νοῦ –κυρίως τόν φωτισμό τοῦ νοῦ, καί τήν θέωση. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὑπάρχει ἑνότητα μεταξύ Μυστηρίων καί ἀσκήσεως, ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων γίνεται «τό μέν θεόθεν, τό δέ τῆς ἡμετέρας σπουδῆς». Ἔτσι, συνδέονται τά μυστήρια μέ τόν ἡσυχασμό. Ὁ ἱερός ἡσυχασμός εἶναι ἡ προϋπόθεση μετοχῆς τοῦ ἀνθρώπου στήν μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
- Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική, κατέχει τήν ἀλήθεια, ἡ ὁποία «ἅπαξ» παραδόθηκε στούς Ἁγίους (Ἰούδα 3), καί τήν μεταδίδει σέ αὐτούς πού τήν ἀναζητοῦν, διά τῆς μετοχῆς τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐνῶ εἶναι Μία, διαιρεῖται ἀδιαιρέτως, ὅπως ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ στήν θεία Εὐχαριστία «μερίζεται καί διαμελίζεται ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ ὁ μελιζόμενος καί μή διαιρούμενος, ὁ πάντοτε ἐσθιόμενος καί μηδέποτε δαπανώμενος». Ἔτσι ὑπάρχουν τά Πατριαρχεῖα, οἱ Ἀρχιεπισκοπές, οἱ Μητροπόλεις, οἱ Ἐπισκοπές, οἱ Ἐνορίες, οἱ Ἱερές Μονές.
Σέ ὅλες τίς περιπτώσεις ὑπάρχει ἑνότητα στήν πίστη, στά Μυστήρια, στήν Ἀποστολική παράδοση καί διαδοχή, στή θεολογία καί στόν ἡσυχασμό.
- Οἱ Κληρικοί τῶν τριῶν βαθμῶν τῆς Ἱερωσύνης μετέχουν τῆς καθαρτικῆς (Διάκονοι), φωτιστικῆς (Ἱερεῖς) καί θεοπτικῆς (Ἐπίσκοποι) ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, θεραπεύουν τούς ἀνθρώπους, ἐλευθερώνουν τόν νοῦ τους ἀπό τήν ἐξάρτησή του στήν λογική, τά πάθη καί τό περιβάλλον. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι θεραπευτήριο πού θεραπεύει τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε ἀπό τόν σκοτασμό νά ὁδηγηθεῖ στόν φωτισμό καί ἀπό ἐκεῖ νά ἀναχθεῖ, ὅταν ὁ Θεός θελήσει, στήν θεωρία–θεοπτία. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος ἀπό δοῦλος στά πάθη, τήν λογική καί τό περιβάλλον γίνεται ἐλεύθερος ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ καί ἀποκτᾶ τό χάρισμα τῆς υἱοθεσίας, καί ἀπό τήν ἰδιοτελῆ–φίλαυτη ἀγάπη ὁδηγεῖται στήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη, τήν ἀληθινή φιλανθρωπία καί φιλοθεΐα. Ἔτσι, οἱ Κληρικοί εἶναι θεραπευτές τῶν ἀνθρώπων πού μετανοοῦν.
- Ἐκτός ἀπό τήν ὀρθόδοξη θεολογία, ὅπως ἐκφράσθηκε καί διατυπώθηκε ἀπό τούς θεουμένους ἁγίους, ὑπάρχει καί ἄλλη θεολογία πού διατυπώνεται ἀπό ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν ἐμπειρία τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, ἀλλά θεολογοῦν μέ τό στοχασμό, τή φαντασία, τή φιλοσοφία. Στήν κατηγορία αὐτή ἀνήκουν οἱ ἀρχαῖοι φιλοσοφοῦντες θεολόγοι τοῦ 4ου αἰῶνος, οἱ ὁποῖοι θεολογοῦσαν «ἀριστοτελικῶς» καί ὄχι «ἁλιευτικῶς», ὅπως ἔκαναν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀπεφάνθησαν στίς Οἰκουμενικές Συνόδους ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἀληθινός Θεός καί ἀληθινός ἄνθρωπος, εἶναι Θεάνθρωπος, ἔχει δύο φύσεις καί δύο θελήσεις, θεία καί ἀνθρωπίνη, καί οἱ δύο αὐτές φύσεις ἐνεργοῦν στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Λόγου «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως». Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τή θέληση, δηλαδή, ὑπάρχουν δύο θελήσεις, θεία καί ἀνθρωπίνη, καί ἡ ἀνθρωπίνη θέληση ὑπακούει στήν θεία θέληση. Πάντως, κάθε μία ἀπό τίς φύσεις ἐνεργεῖ «μετά τῆς θαττέρου κοινωνίας» στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Λόγου. Ἐπίσης, ἡ θέληση εἶναι τῆς φύσεως καί ὄχι τοῦ προσώπου.
Οἱ φιλοσοφοῦντες θεολόγοι χρησιμοποίησαν τήν ἑλληνική φιλοσοφία σέ βάρος τῆς Ἀποκαλύψεως, ἐνῶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας παρέμειναν στήν ἀποκαλυπτική ἐμπειρία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τή δική τους ἐμπειρία, καί διατύπωσαν αὐτήν τήν ἐμπειρία μέ ὅρους τῆς φιλοσοφίας τῆς ἐποχῆς τους. Ἔτσι, ἔχουμε τήν συνάντηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τοῦ Χριστιανισμοῦ.
- Στόν Δυτικό χῶρο, ἀπό τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. μέ τόν ἱερό Αὐγουστίνο, ἀναπτύχθηκε μιά ἄλλη θεολογία, διαφορετική ἀπό τή θεολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Κυρίως, αὐτό φάνηκε ἔντονα στή σχολαστική θεολογία ἀπό τόν 11ο–13ο αἰώνα, σύμφωνα μέ τήν ὁποία διατυπώνονται ὅλες οἱ ἀποκαλυφθεῖσες ἀλήθειες «πλατωνικῶς» καί «ἀριστοτελικῶς», συνεχίζοντας τήν ἄποψη τῶν ἀρχαίων φιλοσοφούντων θεολόγων, οἱ ὁποῖοι καταδικάστηκαν ἀπό τούς Πατέρας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Ἡ σχολαστική θεολογία δημιούργησε ἀντιδράσεις στόν δυτικό κόσμο καί ἀπό ἐκεῖ προῆλθαν ὅλα τά ρεύματα πού ἀκολούθησαν, ἤτοι ὁ Νομιναλισμός (14ος αἰ.), ἡ Ἀναγέννηση (15ος αἰ.), ἡ Μεταρρύθμιση (16ος αἰ.), ὁ Διαφωτισμός (17ος–18ος αἰ.), ὁ Ὑπαρξισμός, ὁ Ρομαντισμός, ὁ Ψυχολογισμός, ὁ Νεοσχολαστικισμός (20ος αἰ.), ὁ Γερμανικός ἰδεαλισμός, ἡ μετανεωτερικότητα κ. ἄ.
Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία διαλέγεται μέ ὅλα αὐτά τά ρεύματα μέ βάση, ὅμως, τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τήν προϋπόθεσή τους, πού εἶναι ὁ ἱερός ἡσυχασμός.
- Ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας διαλέγεται μέ τή σύγχρονη ἐπιστήμη στήν βάση ὅτι ὑφίσταται διάκριση μεταξύ νοερᾶς ἐνεργείας καί λογικῆς ἐνεργείας, ὅτι ὑπάρχει διπλῆ μεθοδολογία γνώσης, πού σημαίνει ὅτι ἄλλη εἶναι ἡ μέθοδος γνώσης τοῦ Θεοῦ πού γίνεται μέ τόν φωτισμένο νοῦ (θεολογία) καί ἄλλη εἶναι ἡ μέθοδος γνώσης τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου πού γίνεται μέ τήν λογική ἐνέργεια (ἐπιστήμη). Ἀκριβῶς γι' αὐτόν τόν λόγο δέν ὑφίσταται σύγχυση μεταξύ θεολογίας καί ἐπιστήμης, ἀφοῦ τό ἔργο τῶν δύο αὐτῶν εἶναι διαφορετικό. Φυσικά ἡ ὀρθόδοξη θεολογία σέβεται τήν ἐλεύθερη ἐπιλογή κάθε ἀνθρώπου καί ἡ Ἐκκλησία ἀγαπᾶ τούς πάντες.
- Ἕνα μεγάλο πρόβλημα πού ταλαιπωρεῖ τήν Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἐθνοφυλετισμός, πού εἶναι δημιούργημα τοῦ Διαφωτισμοῦ καί τῶν ἐθνικῶν παθῶν. Ἡ Ἐκκλησία κινεῖται πάνω ἀπό τίς πατρίδες, οἱ ὁποῖες ἔχουν ἀξία γιά τόν καθένα, ἀλλά ἡ Ἐκκλησία ἑνώνει ὅλους τούς ἀνθρώπους ἀνεξαρτήτως φυλῆς, φύλου καί ἐθνικῆς καταγωγῆς. Ἡ μέθεξη τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ὑπερβαίνει ὅλες τίς διακρίσεις–διαιρέσεις. Ὁ ἐθνοφυλετισμός εἶναι ἡ ἐκκοσμίκευση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.
- Ὁ Παράδεισος καί ἡ Κόλαση δέν ὑφίστανται ἐξ ἐπόψεως τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἐξ ἐπόψεως τοῦ ἀνθρώπου. Ὅλοι θά δοῦν τόν Χριστό κατά τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἄλλοι θά μεθέξουν τῆς φωτιστικῆς ἐνεργείας Του καί ἄλλοι τῆς καυστικῆς ἐνεργείας Του. Ὁ Θεός εἶναι Φῶς, ἀλλά ὅσοι ἔχουν ὑγιῆ πνευματικό ὀφθαλμό (φωτισμένο νοῦ) θά δοῦν τή φωτιστική ἐνέργειά Του, ὅσοι ἔχουν σκοτισμένο νοῦ θά μεθέξουν τῆς καυστικῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό σημαίνει ὅτι σκοπός καί ἔργο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά θεραπεύσει τόν ἄνθρωπο, δηλαδή νά τόν βοηθήσει ὥστε νά φωτισθεῖ ὁ νοῦς του, νά ἀποκτήσει καθαρό ὀφθαλμό γιά νά δεῖ τή δόξα τοῦ Θεοῦ καί αὐτό εἶναι καί λέγεται Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι, μέ τόν ἐνανθρωπήσαντα Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, μέ τόν Ὁποῖο συνδεόμαστε στήν Ἐκκλησία, ὄχι μόνον ἐπανερχόμαστε στήν ἀρχική κατάσταση τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας πρίν τήν πτώση, ἀλλά ἀνεβαίνουμε ἀκόμη ὑψηλότερα, ἑνωνόμαστε μέ τόν Χριστό καί ἔτσι γίνεται ἡ ἀτρεψία τοῦ γνωμικοῦ θελήματος, δηλαδή τό φυσικό θέλημα, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, κινεῖται πρός τόν Θεό αὐτεξουσίως καί ἐκπληρώνεται ὁ ἀρχικός σκοπός τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό κατ' εἰκόνα νά φθάσει στό καθ' ὁμοίωση, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.
Ἔτσι, οἱ ἅγιοι στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ θά αὐξάνονται σέ μέθεξη τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ καί θά αὐξάνονται στήν προσθήκη τῶν χαρισμάτων, καί αὐτό δέν θά σταματήσει ποτέ, δέν θά ὑπάρχει στατική κατάσταση διότι «αὕτη ἐστίν ἡ τελεία τῶν τελείων ἀτέλεστος τελειότης». Ἔτσι ἐξηγεῖται ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ γιά τήν «ἀεικίνητη στάση» καί τήν «στάσιμη κίνηση», πού εἶναι ἐναντίον τῆς μεταφυσικῆς καί τῆς εὐδαιμονίας. Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία εἶναι ἀντιμεταφυσική καί συνδέεται μέ τήν θεραπεία, γι' αὐτό καλεῖται «ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία». Αὐτά τά κεντρικά σημεῖα προκαλοῦν ἔντονο ἐνδιαφέρον στούς ἀνθρώπους Ἀνατολῆς καί Δύσης.